- ταπεινόφρονας
- ο / ταπεινόφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, και θηλ. ταπεινόφρων και ως επίθ. ταπεινόφρων, -ον, Νμετριόφρονας, μετριοπαθήςαρχ.1. ποταπός, χαμερπής2. δουλοπρεπής.επίρρ...ταπεινοφρόνως ΝΜΑμε ταπεινοφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.